- τριχίδας
- τριχίςanchovy full of small hair-like bonesfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχίς — ίδος, ἡ, Α 1. είδος σαρδέλας με μικρά και λεπτά αγκάθια όμοια με τρίχες, κν. γνωστό σήμερα ως τριχιός ή φρίσσα 2. παροιμ. φρ. (στον Αριστοφ.) «τριχίδας ὠψώνησ ἅπαξ» δηλώνει τον υπερβολικά φειδωλό, τον σπαγκοραμμένο, τον τσιγκούναρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek